- ευάρμοστος
- -η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)αρχ.1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι2. αρμόδιος, επιτήδειος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστονη ευαρμοστία.επίρρ...ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμέναμσν.επιτήδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].
Dictionary of Greek. 2013.